- ὀλολυγμούς
- ὀλολυγμόςloud crymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγμικός — ή, ό [λυγμός] λυγμώδης, αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, ολολυγμούς, αναφιλητά («λυγμικό κλάμα») … Dictionary of Greek
περικωκύω — Α (ποιητ. τ.) κλαίω, θρηνώ με κραυγές και ολολυγμούς γύρω από κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωκύω «κραυγάζω με οδύνη, θρηνώ»] … Dictionary of Greek
Αρίων — (7ος αι. π.Χ.).Μουσικός και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου, αλλά έζησε, κατά τον Ηρόδοτο, στην Κόρινθο, στην αυλή του Περίανδρου. Η παράδοση του αποδίδει τη διαρρύθμιση και την προσαρμογή στο δωρικό μέλος του διθυράμβου, που έως τότε… … Dictionary of Greek